- ἐξάρατε
- ἐξάρατε, ἐξαρθῇ s. ἐξαίρω.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ἐξάρατε — ἐξά̱ρατε , ἐξαίρω lift up aor imperat act 2nd pl ἐξά̱ρατε , ἐξαίρω lift up aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἐξά̱ρατε , ἐξαίρω lift up aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαίρω — (AM ἐξαίρω, Α και ἐξαείρω) [αίρω] υψώνω κάτι ώστε να είναι ορατό, επαινώ («εξαίρει τις αρετές») νεοελλ. 1. τονίζω τη σπουδαιότητα («εξαίρει τη σοβαρότητα τής καταστάσεως») 2. παθ. υψώνομαι σε ανώτερο επίπεδο (ηθικό, συναισθηματικό) αρχ. μσν. 1.… … Dictionary of Greek